Σήμερα, η επιβίωση των προβάτων της Λέσβου στηρίζεται στις εισαγωγές ζωοοτροφών, οι οποίες καλύπτουν ένα σημαντικό ποσοστό των διατροφικών αναγκών των ζώων. Αυτό ήταν αδιανόητο στο παρελθόν, όπου οι ανάγκες αυτές καλύπτονταν από τη βόσκηση, τους κλάδους ελιάς, τους πρινώνες και τις ‘πρασινάδες’. Η εισαγωγή ζωοτροφών αυξάνει το κόστος παραγωγής, μειώνοντας το κέρδος παραγωγής. Το γεγονός αυτό, μαζί με την υπέρμετρη αύξηση του αριθμού των ζώων (λόγω επιδοτήσεων), οδήγησε σε υπερβόσκηση, η οποία με τη σειρά της επέφερε δραματική μείωση της βοσκοϊκανότητας των υπαρχόντων βοσκοτόπων. Κυρίαρχη μορφή της βλάστησης των βοσκοτόπων της Λέσβου είναι η αστοιβή (Poterium spinosum). Σε μία προσπάθεια να ελέγξουν την επέκταση της αστοιβής, οι κτηνοτρόφοι προβαίνουν συχνά σε καύση της το φθινόπωρο. Αυτό γίνεται, γιατί τα σχετικώς τρυφερά φύλλα της βροχερής περιόδου μπορούν να βοσκηθούν από τα ζώα την άνοιξη. Όμως, η πρακτική της καύσης, σε συνδυασμό με την υπερβόσκηση, είναι καταστροφική και οδηγεί σε ερήμωση των εδαφών ! Η προσπάθεια απεξάρτησης από τις εισαγωγές ζωοτροφών θα πρέπει να στηριχθεί σε πολλές δράσεις, όπως: η λελογισμένη βόσκηση, η αναβάθμιση των υπαρχόντων βοσκοτόπων, η δημιουργία τεχνητών λειμώνων, η καλλιέργεια κτηνοτροφικών φυτών και η μείωση του αριθμού των ζώων, σύμφωνα με τη βοσκοϊκανότητα. Για περισσότερες πληροφορίες, σχετικά με τη διαχείριση των βοσκοτόπων, διαβάστε το συνημμένο αρχείο.